Οικολογία Λαγού μετά από διαταραχή: Η περίπτωση των δασικών πυρκαγιών της Χίου.

lagos-525x350

ΠΕΡΙΟΧΗ ΝΗΣΟΥ ΧΙΟΥ
Θέση και τοπογραφία
Η Χίος είναι το πέμπτο σε μέγεθος νησί στην Ελλάδα (904 Km2) και το τρίτο σε έκταση του ανατολικού Αιγαίου μετά τη Λέσβο και τη Ρόδο, με μήκος ακτογραμμής 213 km. Πρόκειται για ένα επίμηκες νησί, με μήκος 52 km και πλάτος που κυμαίνεται από 13 έως 42 km. Απέχει από τα παράλια της Μικράς Ασίας 3,5 ναυτικά μίλια (ακρωτήριο Πούντα έως τη χερσόνησο της Ερυθραίας στο ύψος του Τσεσμέ).
Η τοπογραφία του νησιού είναι έντονη και σημαντικά διαφοροποιημένη μεταξύ νότιου και βόρειου τμήματος (Snogerup et al. 2001). Το υψηλότερο όρος, Πελινναίο, βρίσκεται στο βόρειο μέρος του νησιού με ψηλότερη κορυφή τον Άγιο Ηλία (1.297 m). Περίπου 6 km νοτιοανατολικά βρίσκεται ο ορεινός σχηματισμός Όρος με 1.186 m υψόμετρο. Στην ίδια έντονα κατατετμημένη ορεογραμμή βρίσκονται και άλλοι ορεινοί όγκοι με ύψος περίπου 1.000 m. Μια ανεξάρτητη ορεινή μάζα σχηματίζεται στα βορειοδυτικά από το όρος Αμανή. Οι ορεινοί όγκοι του κεντρικού νησιού έχουν υψόμετρα που δεν ξεπερνούν τα 800 m, με γνωστότερα το Μαραθοβούνι, το Αίπος και τον Προβατά. Στην περιοχή αυτή εντοπίζονται οι συνεχείς καλλιεργούμενες εκτάσεις του νησιού. Περίπου 1/3 της έκτασης του νησιού στο νότιο μέρος έχει ηπιότερο ανάγλυφο και αντιστοιχεί στη γνωστή περιοχή των Μαστιχοχωρίων.
Γεωλογία
Η αποτύπωση των γεωλογικών δομών της νήσου Χίου πραγματοποιήθηκε κατά το διάστημα 1962-1967 με την τελική έκδοση του γεωλογικού χάρτη το 1971 (Besenecker, et al., 1971). Ωστόσο πολλές μελέτες και έρευνες έχουν πραγματοποιηθεί στο νησί (Ktenas, 1921; Papanikolaou and Sideris, 1983; Tselepidis and Rondoyanni, 2010; Tselepidis, 2007; Zachi, et al., 2003; Assereto, et al., 1979; Meinhold, et al., 2007).
Το μεγαλύτερο μέρος του νησιού καλύπτεται από μία αυτόχθονη ενότητα στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού που αποτελεί το ένα τέταρτο της συνολικής του έκτασης. Εκεί εντοπίζεται το κατώτερο παλαιοζωικό αυτόχθονο αποτελούμενο κυρίως από κλαστικά πετρώματα γραουβάκων με εναλλαγές πυριτολίθων και σχιστόλιθων με εμφανίσεις μικρών ασβεστολιθικών ολισθολίθων (Robertson, et al., 2000). Μικρές εμφανίσεις του παραπάνω σχηματισμού εντοπίζονται στην νοτιοδυτική και κεντρική Χίο επίσης.
Πάνω από το παλαιοζωικό αυτόχθονο, σε ασυμφωνία και παρουσία κροκαλοπαγών εντοπίζεται μία ενδιάμεση μεσοζωική αυτόχθονη ενότητα ηλικίας κατώτερου Τριαδικού – Λιάσιου. Η ενότητα αυτή αποτελείται κυρίως από ασβεστολιθικά και δολομιτικά πετρώματα και καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του νησιού. Πολλοί ερευνητές έχουν προσπαθήσει να ερμηνεύσουν την προέλευση της αυτόχθονης ενότητας (Groves, et al., 2003). Οι Robetson and Pickett (2000) ερμηνεύουν το καθεστώς δημιουργίας ως ένα rift σχηματίζοντας μια βαθιά θαλάσσια λεκάνη με επακόλουθο την απόθεση υλικών.
Επωθημένη στην αυτόχθονη ενότητα εμφανίζεται το αλλόχθονο τμήμα της Χίου που εντοπίζεται στα βορειοανατολικά, στην περιοχή των Καρδαμύλων και αποτελείται από ασβεστολιθικά πετρώματα νηριτικής προέλευσης και από έναν σχηματισμό κόκκινων αργιλικών σχιστολίθων με εναλλαγές ψαμμιτών και κροκαλοπαγών. Ο σχηματισμός αυτός κατά την περίοδο του ανώτερου Κρητιδικού προερχόμενος από την χώρο μεταξύ Λέσβου και Χίου απωθήθηκε πάνω στα πτυχωμένα αυτόχθονα στρώματα (Zanchi, et al., 2003).
Το νότιο-ανατολικό τμήμα του νησιού καλύπτεται από κροκαλοπαγή, αργίλους και ψαμμίτες ηλικίας Ανώτερου Μειοκαίνου – Κατώτερου Πλειοκαίνου. Τέλος, χαρακτηριστική είναι η παρουσία των λόφων Προφήτη Ηλία και Ψαρώνα στην περιοχή της νότιας Χίου στο Εμπορειό, οι οποίοι καταδεικνύουν την παλαιά ηφαιστειακή δράση κατά το μέσο Μειόκαινο (PePiper, et al., 1994). Ο Προφ. Ηλίας αποτελείται από ηφαιστειακά πετρώματα όξινης σύστασης (ρυολίθους) ενώ ο Ψαρώνας από βασικά έως υποβασικά πετρώματα (βασάλτης, ανδεσίτης).
1

Μετεωρολογικά – κλιματολογικά στοιχεία
Στον Δήμο Χίου και γενικά στο νησί εντοπίζεται ένας μετεωρολογικός σταθμός της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας και βρίσκεται σε υψόμετρο 3,8m με γεωγραφικές συντεταγμένες : Γεωγρ. Πλατ.: 38 ο 20΄ και Γεωγρ. Μήκος: 26 ο 08΄. Πραγματοποιήθηκε λήψη δεδομένων της περιόδου (1974-2011) που αφορούν κλιματικούς παράγοντες όπως θερμοκρασία, υετός, σχετική υγρασία, ένταση και διεύθυνση ανέμων, από την Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία.
Γενικά το κλίμα της Νήσου Χίου χαρακτηρίζεται ως θερμό μεσογειακό, χαρακτηριστικό των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 17,64 ˚C, η μέση σχετική υγρασία 67,51% και το ετήσιο ύψος βροχόπτωσης 552,02mm. Η κύρια διεύθυνση ανέμων κατά μέσο όρο είναι Βόρειοι με μία μέση ένταση ανέμους στους 8,09 κόμβους (15km/h). Στα παρακάτω διαγράμματα διαφαίνονται οι διαφορές των μετρούμενων δεδομένων σε μηνιαίο διάστημα:
1
Διάγραμμα 1: Απεικόνιση μέσων μηνιαίων θερμοκρασιών περιόδου 1974-2011
Στο παραπάνω διάγραμμα παρατηρείται ότι μεγαλύτερη μέση θερμοκρασία τα τελευταία 40 χρόνια εμφανίζεται τον Ιούλιο (26,9 ˚C) και η μικρότερη τον Ιανουάριο (9,9 ˚C). Όπως παρατηρείται στο παρακάτω διάγραμμα (Διάγραμμα 2), η μέση σχετική υγρασία των τελευταίων 40 ετών είναι μεγαλύτερη κατά τον μήνα Νοέμβριο (74,7%) και μικρότερη κατά τον Ιούλιο (56,8%). Όσων αφορά την βροχόπτωση, παρατηρείται (Διάγραμμα 3) ότι το μέσο ύψος βροχής της περιόδου 1974-2011 είναι μεγαλύτερο κατά τον μήνα Δεκέμβριο (121,9mm) και μικρότερο τον Αύγουστο (0,11mm). Τέλος, από τα δεδομένα των μετρούμενων εντάσεων ανέμων (Διάγραμμα 4) στην περιοχή παρατηρείται ότι η μέση ένταση ανέμου κυμαίνεται από 10,9 Km/h τον μήνα Μάιο έως 19 Km/h τον Φεβρουάριο που μαζί με τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο με 17,1 Km/hκαι 17.2Km/h είναι οι μήνες με τις μεγαλύτερες τιμές μέσης έντασης ανέμου τα τελευταία 38 χρόνια.
1
Διάγραμμα 2: Αποτύπωση τιμών μέσης μηνιαίας σχετικής υγρασίας περιόδου 1974-2011

2
Διάγραμμα 3: Αποτύπωση τιμών μέσου μηνιαίου ύψους βροχής περιόδου 1974-2011.

2
Διάγραμμα 4: Μέση μηνιαία ένταση ανέμου περιόδου 1974-2011

Η ελληνική επικράτεια διαιρείται σε τέσσερις κλιματικές ζώνες με βάση τις βαθμοημέρες θέρμανσης. Η Περιφερειακή Ενότητα Χίου υπάγεται στην Κλιματική Ζώνη Β.
3

Χλωρίδα και βλάστηση
Σύμφωνα με τους Snogerup et al. (2001) η βλάστηση της Χίου μπορεί να διακριθεί σε ορισμένους διακριτούς τύπους όπως:
– Βλάστηση των μεγάλων υψομέτρων
Αν και δεν μπορεί να θεωρηθεί αλπική (λόγω του μικρότερου υψομέτρου στο οποίο φθάνουν οι ορεινοί όγκοι) αποτελεί μια διακριτή ενότητα στην οποία συχνά φιλοξενούνται σημαντικά είδη του νησιού όπως τα ενδημικά του Ανατολικού Αιγαίου Asperula nitida subsp. mytilinica, Acantholimon aegaeum, Silene samothracica, Polygonum icaricum και το αποκλειστικά ενδημικό της Χίου Fritillaria pelinaea.
– Δάση
Στο παρελθόν η Χίος ονομαζόταν «πιτυούσα» από την μεγάλη κάλυψη που είχαν τα πευκοδάση στο νησί. Τα δάση της τραχείας πεύκης (Pinus brutia) συγκροτούν το μεγαλύτερο μέρος της δασικής κάλυψης του νησιού. Σποραδικά απαντούν και συστάδες κυπαρισσιού (Cupressus sempervirens), κυρίως σε φαράγγια και βραχώδεις πλαγιές, θέσεις στις οποίες εκτιμάται πως στο παρελθόν κατείχαν μεγαλύτερη κάλυψη.
Σημαντική είναι και η παρουσία συστάδων αρκεύθου (Juniperus phoenicea) κυρίως σε ασβεστολιθικές θέσεις. Σύμφωνα με τους Boratyński et al. (1987) η παρουσία του αρκεύθου στο Όρος ήταν ιδιαίτερα εκτεταμένη.
Υπολείμματα φυλλοβόλων δασών με Acer sempervirens, Crataegus monοgyna, Prunus cocomilia καταγράφονται σε θέσεις μεταξύ 600-1000 m στο Πελιναίο όρος. Σποραδικά στο ΒΔ τμήμα του νησιού απαντούν και άτομα της φυλλοβόλου δρυός Quercus pubescens.
Μεγάλης ανάπτυξης άτομα Quercus coccifera καταγράφονται στις νοτιοδυτικές πλαγιές του Όρους, γεγονός που υποδηλώνει την παλαιότερη εκτεταμένη παρουσία τους (cf. Kamari et al. 1988).
Κατά τους ίδιους συγγραφείς το είδος Pistacia atlantica έχει μάλλον εισαχθεί στη Χίο μάλλον για φαρμακευτικούς σκοπούς. Ανευρίσκεται κυρίως κοντά σε οικισμούς και ως υπολείμματα προηγούμενων καλλιεργειών.
– Θαμνώνες με βλάστηση μακίας
Συγκριτικά με άλλα μεγάλα νησιά της Ελλάδας, η Χίος δεν έχει μεγάλες εκτάσεις βλάστησης μακίας. Ωστόσο, συχνά, είδη που συγκροτούν αυτή τη βλάστηση απαντούν στον υπόροφο δασών ή σε ανοίγματα δασών. Σύμφωνα με τους Boratyński et al. (1987) η Erica arborea απαντά μόνον σε βόρειες πλαγιές του κεντρικού τμήματος του νησιού και κοντά στα Καρδάμυλα, ενώ τα Arbutus unedo και A. andrachne απαντούν κυρίως στο νότιο τμήμα του νησιού.
Σε ό,τι αφορά τη χλωρίδα του νησιού, σύμφωνα με τους ίδιους συγγραφείς, αυτή αριθμεί 1269 taxa, από τα οποία 153 ανήκουν στην οικογένεια των Leguminosae και 123 στην οικογένεια των Compositae, που είναι και οι αφθονότερες. Αποκλειστικά ενδημικό είδος της Χίου είναι μόνον η Fritillaria pelinae, ενώ σπάνια φυτικά είδη που απαντούν στη Χίο θεωρούνται και τα Campanula cymbalaria (στο όρος Πελιναίο) και Cirsium steirolepis. Η χασμοφυτική χλωρίδα του νησιού δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο βοτανικό ενδιαφέρον.
Ολοκληρώνοντας την αναφορά στη χλωρίδα της Χίου είναι σημαντικό να τονίσουμε την παρουσία πολλών επιγενών φυτικών ειδών (alien plant species) όπως των Nicotiana glauca, Ailanthus altissima, Robinia pseudoacacia, Aster squamatus, Agave Americana, Conyza bonariensis, Datura innoxia, ορισμένα από τα οποία μπορούν να θεωρηθούν εισβλητικά (invasive), όπως τα Nicotiana glauca, Ailanthus altissima και Robinia pseudoacacia. Η χρήση της Robinia pseudoacacia σε αναδασώσεις είναι στοιχείο που πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα, ενώ σοβαρότατη απειλή αποτελεί και το επιθετικό Ailanthus altissima, λόγω της πολύ εύκολης διασποράς και εξάπλωσής του (Arianoutsou et al. 2010).

Πανίδα
Η πανίδα του νησιού χαρακτηρίζεται από τις ακόλουθες κατηγορίες και είδη: Αμφίβια: Πράσινος φρύνος, Κοινός Φρύνος, Δεντροβάτραχος
Ερπετά: Βαλτοχελώνα, Χελώνα, Οθωμανική Οχιά, Λαφιάτης, Τυφλίτης, Ερημόφιδο, Σαΐτα, Φίδι, Νερόφιδο, Σαμιαμίθι, Σαυράκι, Κροκοδειλάκι (Agama stellio), Πράσινη Σαύρα.
Θηλαστικά: Αλεπού, Κουνάβι, Λαγός, Σκαντζόχοιρος Τρωκτικά: Apodemus sylvaticus, Rattus norvegicus, Rattus rattus, Mus musculus.
Ιχθυοπανίδα: Καλαμάρι, Σουπιά, Θράψαλο, Χταπόδι, Μοσχιός, Μπακαλιάρος, Γαλέος, Σκυλόψαρο, Γαύρος, Γλώσσες, Γόπα, Γοφάρια, Ζαργάνα, Καπόνια, Κέφαλοι, Κολιοί, Κουτσομούρες, Μπαρμπούνια, Λιθρίνια, Μαρίδες, Μένουλες, Τσέρουλες, Σαρδέλα, Σαφρίδι, Λούτσος, Μελανούρια, Μουρμούρα, Μπαλάδες, Ξιφίας, Παλαμίδες, Τονάκια, Πεσκαντρίτσα, Προσφυγάκι, Σάλπες, Σαργός, Σκαθάρι, Σκορπιός, Χάνος, Συναγρίδα, Χελιδονόψαρο, Φαγκρί, Χριστόψαρο.
Σημειώνεται η ύπαρξη περιορισμένου αριθμού Βίδρας (Lutra Lutra) στην περιοχή Δελφίνι.
Επίσης ο πληθυσμός της φώκιας Monachus Monachus ανέρχεται σε 8-9 άτομα, τα οποία βρίσκονται τόσο στη ΒΔ Χίο όσο και στα Ψαρά, και προστατεύονται από το Π.Δ. 67 (ΦΕΚ 23Α/30-1-81). Στη Χίο επίσης εκτρέφεται το περίφημο Χιακό πρόβατο.

Η ΦΩΤΙΑ ΣΤΗ ΧΙΟ
Τον Αύγουστο του 2012 εξεράγει δασική πυρκαγιά, η οποία απ ότι προέκυψε, με την χάραξη της ακριβούς περιμέτρου της, είχε καλύψει περίπου 147.000 στρέμματα, χωρίς να αφαιρούνται οι οικισμοί οι οποίοι βρίσκονταν εξ ολοκλήρου δομημένοι εντός αυτής. Σύμφωνα με μελέτη που πραγματοποίησαν επιστήμονες του Πανεπιστημίου Αιγαίου, διαπιστώθηκε ότι από το σύνολο των πεύκων που καταμετρήθηκαν, σε όλες τις θέσεις δειγματοληψίας, το 20% κάηκε ολοσχερώς, το 30% διατήρησε πράσινο φύλλωμα και το 50% καψαλίστηκε (πευκοβελόνες σε καφετί χρώμα). Εκτιμάται ότι επλήγη περίπου το 60% των δασών κωνοφόρων του νησιού.

ΑΦΘΟΝΙΑ ΛΑΓΟΥ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ
Κάθε είδος ανταποκρίνεται διαφορετικά έπειτα από μια φωτιά. Η ικανότητα των θηλαστικών να επιζήσουν της πυρκαγιάς εξαρτάται από την δυνατότητα μετακίνησης τους καθώς και από την ομοιομορφία, τη δριμύτητα, το μέγεθος και τη διάρκεια της πυρκαγιάς (Wright & Bailey 1982).
Τα θηλαστικά ανταποκρίνονται άμεσα στις αλλαγές της κάλυψης και των τροφικών διαθεσίμων που προκαλούνται από πυρκαγιές. Οι ανοιξιάτικες φωτιές μπορεί να έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στους πληθυσμούς των θηλαστικών από τις φωτιές που προκαλούνται σε άλλες εποχές, λόγω της περιορισμένης κινητικότητας των νεαρών. Τα είδη με τα πιο ευάλωτα μικρά είναι τα μικρά θηλαστικά, τα περισσότερα από τα οποία έχουν μεγάλες αναπαραγωγικές τάσεις: εφόσον ο βιότοπος μετά τη φωτιά τους παρέχει τροφή και κάλυψη, οι πληθυσμοί τους ανακάμπτουν γρήγορα.
Σύμφωνα με τη Ream (1981), τα κουνέλια, ο λαγός, κάποια είδη σκίουρων και οι αρουραίοι του αγρού γενικότερα αποφεύγουν πρόσφατα καμένες εκτάσεις. Όσον αφορά τον Λαγό και τις πυρκαγιές στα δασικά οικοσυστήματα: η αφθονία του σημειώνει χαμηλά επίπεδα κατά το πρώτο έτος (μετά την πυρκαγιά) στις καμένες εκτάσεις, συγκριτικά με τις άκαυτες. Αυτό είναι πιο εμφανές στις περιπτώσεις όπου η ένταση της φωτιάς ήταν τόση ώστε να καταστρέψει και την ξυλώδη βλάστηση. Αντιστροφή της κατάστασης αυτής παρατηρείται κατά το δεύτερο και τρίτο έτος μετά την φωτιά, όπου η αφθονία στις καμένες εκτάσεις σημειώνεται περισσότερη (σε σύγκριση με τις άκαυτες), κι αυτό κυρίως λόγω τις ποώδους βλάστησης (στα πρώτα στάδια ανάκαμψης της). Αυτό παρατηρείται και κατά το τέταρτο έτος. Από το πέμπτο έτος κι έπειτα δεν καταγράφονται διαφορές ανάμεσα σε καμένες και άκαυτες περιοχές.

ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΣΤΗ ΧΙΟ
Σκοπός του προγράμματος ήταν ο προσδιορισμός της πληθυσμιακής πυκνότητας (ανά μονάδα επιφάνειας) στους τυπικούς βιοτόπους με την εφαρμογή δειγματοληψίας μέσω παρατήρησης.
Χωρίς τίτλο
Μέθοδος «Δείκτης καταμέτρησης Spotlight»
Στη μέθοδο αυτή, οι λαγοί μετρήθηκαν από ένα τροχοφόρο όχημα που κινείται με περίπου 15-20 Km/h σε δασικούς χωματόδρομους. Η βλάστηση κατά μήκος των δρόμων ήταν όμοια με εκείνη που σημειώνεται στην ευρύτερη περιοχή, όπως και η επίδραση της πυρκαγιάς. Το πλήρωμα αποτελούνταν από Ομοσπονδιακούς θηροφύλακες της Β’ ΚΟΑ (με τον συντονισμό του επιστημονικού προσωπικού της Ομοσπονδίας). Η έρευνα ξεκινούσε 2 ώρες μετά τη δύση του ηλίου και ολοκληρώνονταν μέσα σε τρεις, το πολύ τέσσερις ώρες. Όταν υπήρχε βροχόπτωση ή ομίχλη οι μετρήσεις αναβάλλονταν. Επιλέχθηκαν 2 περιοχές, αυτές: του Αίπους και της Αρβανίτισσας εκεί πραγματοποιήθηκαν με την προαναφερόμενη μέθοδο 15 καταμετρήσεις ώστε να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης για την εμφάνιση ατόμων λαγού εντός και εκτός των περιοχών που επλήγησαν από την φωτιά του 2012.

Αποτελέσματα
Τα αποτελέσματα των στοιχείων που λήφθηκαν συγκλίνουν αρκετά με αυτά άλλων μελετών που έχουν πραγματοποιηθεί στον Ελλαδικό χώρο.
Στην περιοχή του Αίπους η εμφάνιση ατόμων λαγού εντός των απαγορευμένων περιοχών (λόγω πυρκαγιάς) ήταν υψηλότερη από αυτή των επιτρεπόμενων ενώ στην περιοχή της Αρβανίτισσας στην επιτρεπόμενη περιοχή εμφανίστηκαν περισσότερα άτομα. Και αυτό βρισκόμενοι στο τρίτο έτος μετά την πυρκαγιά.
1
Στο κομμάτι της πτηνοπανίδας, αναγνωρίστηκαν και σημειώθηκαν με τη μέθοδο της σημειακής καταγραφής μέσω άμεσης παρατήρησης, τα εξής:
1
Τα στοιχεία είναι πραγματικά και όχι τάσεις ή πιθανότητες και γι αυτό το λόγο δίνουν την όψη της κατάστασης που επικρατεί, παρόλα αυτά θα πρέπει να συνεχιστούν οι μετρήσεις ούτως ώστε να αποκτήσουμε την συνολική εικόνα.

Πηγές –πληροφορίες –άρθρα

Θωμαΐδης Χρ., Χατζηνίκος Ε., Κωνσταντόπουλος Π., Γιαπής Αλ., Δεδουσοπούλου Ελ., Κιούσης Δ., Τσολάκος Κ. (2007). «Μελέτη διαχείρισης της θηραματοπανίδας μετά τις πυρκαγιές».

Sokos, C. K. (2014). «Ecology and management of european brown hare syndrome virus in Mediterranean ecosystems». PhD Dissertation University of Thessaly, Hellas. 152 pp.

Ζερεφός Χ., Αριανούτσου Μ., Καλαμποκίδης Κ., Καραμάνος Αν., Ξεπαπαδέας Αν., Μάργαρης Ν., Κοντογιάννη Α., Νάστης Α., Γαγάνης Π. & Κίζος Αθ. (2012). «Πρώτα συμπεράσματα και εκτιμήσεις των επιπτώσεων των δασικών πυρκαγιών του Αυγούστου 2012 στη Χίο»

Οι μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν στη νήσο Χίο συμπεριλαμβάνονταν στην μελέτη που κατατέθηκε από την Β ΚΟΑ στις αρμόδιες αρχές για άρση της απαγόρευσης θήρας μετά το πέρας της τριετίες: Κόνσολα Φ. (2015) «Διαχείριση θηραματοπανίδας μετά από δασικές πυρκαγιές, Προτάσεις για την ρύθμιση της θήρας».