Λευκοπάθεια & άλλες δυσμορφίες σε ζώα της άγριας πανίδας

Διάφορες δυσμορφίες (abnormalities) εμφανίζονται συνήθως σε μικρή συχνότητα στους οργανισμούς. Μια δυσμορφία είναι και η λευκοπάθεια, η οποία αναγνωρίζεται κυρίως από το μη φυσικό χρωματισμό (Hiler 1983). Στο άρθρο αυτό στον όρο λευκοπάθεια συμπεριλήφθηκε τόσο ο αλφισμός όσο και ο λευκισμός, δυσμορφίες οι οποίες συχνά συγχέονται. Αλφισμός (albinism) ονομάζεται μια χρωματική ιδιομορφία των ζώων εξαιτίας της παντελούς έλλειψης της χρωστικής ουσίας μελανίνης στο δέρμα. Τα
μελανινοκύτταρα ενώ υπάρχουν, αποτυγχάνουν να συνθέσουν μελανίνη (Hiler 1983). Κύριο διακριτικό γνώρισμα των αλφικών ζώων είναι πως έχουν ροζ οφθαλμούς διότι χωρίς μελανίνη στο σώμα, το μόνο χρώμα προέρχεται από τα αιμοφόρα αγγεία πίσω
από τους οφθαλμούς (Sandoval-Castillo κ.α. 2006, Rosenberg κ.α. 2013). Σε μερικά αλφικά ζώα παράγονται άλλες χρωστικές όπως τα καρετονοειδή προσδίδοντας έναν ξανθωπό χρωματισμό (Hiler 1983). Ο λευκισμός (leucism) συγχέεται με τον αλφισμό αλλά διαφέρει από αυτόν. Ο λευκισμός οφείλεται σε ένα υποτελές αλληλόμορφο όπου συνήθως επηρεάζει όλες τις χρωστικές, όχι μόνο τη μελανίνη (Owen και Shimmings 1992), ενώ ο αλφισμός προκαλείται από περισσότερα γονίδια (Summers 2009). Ο λευκισμός εκδηλώνεται σε δύο κύριες μορφές: 1) ωχρός λευκισμός, όπου η μελανίνη μειώνεται ομοιόμορφα σε όλο το σώμα δίνοντας ένα ωχρό χρωματισμό, όχι εντελώς λευκό, και 2) μερικός λευκισμός, όπου η απουσία της μελανίνης είναι σε τμήματα, δημιουργώντας λευκά μπαλώματα(Jehl 1985, Berdeen και Otis 2011). Χαρακτηρίζεται από τη διατήρηση του χρώματος στους οφθαλμούς και τα πόδια (Forrest και Naveen 2000).

15-02-12_woodcock-240x300

Ο μελανισμός είναι το ακριβώς αντίθετο της λευκοπάθειας και προκαλείται από την υπερβολική ύπαρξη χρωστικής μελανίνης στο δέρμα. Είναι πιο σπάνιος από τη λευκοπάθεια, με τα άτομα να χαρακτηρίζονται από πολύ σκοτεινό χρώμα στο τρίχωμα
ή φτέρωμα (Sage 1963). Εκτός από την επίδραση της κληρονομικότητας, οι δυσμορφίες έχουν αποδοθεί σε πολλούς περιβαλλοντικούς παράγοντες. Ο Sage (1962) ισχυρίστηκε ότι ο αλφισμός μπορεί να προκληθεί από τη διατροφή, το στρες, κάποια ασθένεια ή έναν τραυματισμό. Ο αλφισμός μπορεί να παρουσιαστεί κατά τη γέννηση ή και αργότερα κατά τη διάρκεια
ζωής του ζώου. Ζώα που ζουν σε βιότοπους οι οποίοι βρίσκονται σε σπηλιές ή σε περιοχές που είναι συνήθως καλυμμένες με χιόνι παρουσιάζουν συχνότερα αλφισμό. Όπως είναι γνωστό, το φως είναι αναγκαίο για τη δημιουργία και τη δράση των
χρωστικών (Bensch κ.α. 2000). Άτομα με λευκισμό εμφανίζονται πιο συχνά σε μικρούς και απομονωμένους πληθυσμούς (Holyoak 1978, Bensch κ.α. 2000). Αυτό είναι αναμενόμενο, διότι η αιμομιξία είναι πιο πιθανή. Οι οικολόγοι θεωρούν τη λευκοπάθεια μειονέκτημα για τα άγρια ζώα για διάφορους λόγους, με το πιο προφανές μειονέκτημα την απώλεια της απόκρυψης από τους άρπαγες (Sandoval-Castillo κ.α. 2006, Acevedo κ.α. 2009). Τα άγρια ζώα με αλφισμό είναι επίσης σε μειονεκτική θέση λόγω της κακής όρασης. Η έλλειψη της χρωστικής ουσίας στα μάτια επηρεάζει την όραση, καθιστώντας δυσκολότερο για τα ζώα να βρουν τροφή ή να αποφύγουν τον κίνδυνο (Miller 2005). Τα προβλήματα στην όραση διαφέρουν
ανάλογα με το είδος του άγριου ζώου. Η όραση είναι η κύρια αίσθηση των αρπακτικών πτηνών για τον εντοπισμό και την σύλληψη της λείας τους, ωστόσο παρατηρηθήκαν ενήλικα αρπακτικά με αλφισμό σε άγρια κατάσταση (Harmata και Montopoli 1998, Tinajero και Rodriguez-Estrella 2010), γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα πτηνά, ή ίσως μόνο τα αρπακτικά, δεν πρέπει να πάσχουν από τα ίδια προβλήματα όρασης με σύγκριση με άλλα είδη με αλφισμό. Τέλος, άτομα με αλφισμό δεν είναι τόσο ελκυστικά για αναπαραγωγή ή αντιμετωπίζονται ως ξένα από το είδος τους. Εκτός από διαφοροποιήσεις στο χρώμα, έχουν καταγραφεί και ζώα με διάφορες αναπτυξιακές δυσμορφίες όπως: μπεκάτσες με κοντό ράμφος, λαγοί με πέντε πόδια κ.λπ. (Pourlis 2007). Στην Ελλάδα υπάρχουν μόνο αποσπασματικές αναφορές για τις μορφολογικές δυσμορφίες σε άγρια ζώα. Η συστηματική καταγραφή η οποία επεκτείνεται σε ιστορικά στοιχεία, μπορεί να αποτελέσει αναφορά για μελλοντική
σύγκριση δεδομένων και να επιτρέψει τον εντοπισμό προβλημάτων από την αύξηση της συχνότητας δυσμορφιών.

Κολλάρης, Ν.1, Σώκος, Χ.1*, Παπασπυρόπουλος ,K.1,3, Σκορδάς, Κ.1, και Μπίρτσας, Π.1,2
(πηγή: www.panida.gr)